χρηστομαθής

χρηστομαθής
χρηστο-μᾰθής,
A

, ἡ

an adept in polite learning,

Cic.Att.1.6.2

. Adv.

-θῶς, εἴρηται Phld.Mus.p.83K.


Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρηστομαθής — an adept in polite learning masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστομαθής — ές, Α 1. φιλομαθής 2. αυτός που μαθαίνει καθετί το χρήσιμο, το ωφέλιμο 3. (για αφηρημένα πράγμ.) αυτός που αξίζει να γίνει αντικείμενο μελέτης 4. το ουδ. ως ουσ.) τὸ χρηστομαθές η χρηστομάθεια. επίρρ... χρηστομαθῶς Α με φιλομάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • χρηστομαθῆ — χρηστομαθής an adept in polite learning masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μαθής — (AM μαθής) β συνθετικό λόγιας προέλευσης επιθέτων < αρχ. μαθής < μάθος < μανθάνω*, που σημαίνουν τον γνώστη, αυτόν που έχει μάθει και γνωρίζει κάτι.Παραδείγματα σύνθ. σε μαθής: αμαθής, αρτιμαθής, αυτομαθής, δυσμαθής, ευμαθής, ημιμαθής,… …   Dictionary of Greek

  • χρηστομάθεια — η, ΝΜΑ, και δ. τ. χρηστομαθία Μ [χρηστομαθής] 1. εκμάθηση χρήσιμων πραγμάτων, απόκτηση ωφέλιμων γνώσεων 2. ηθοπλαστικό εγχειρίδιο με σύνοψη τών βασικών αξιόλογων γνώσεων, με αυτοτελή διηγήματα και με αποσπάσματα από έργα τών κορυφαίων κλασικών… …   Dictionary of Greek

  • χρηστομαθώ — έω, Α [χρηστομαθής] 1. είμαι φιλομαθής 2. μαθαίνω ό,τι είναι χρήσιμο, ωφέλιμο …   Dictionary of Greek

  • χρηστομαθώς — Α επίρρ. βλ. χρηστομαθής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”